DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
slabbing n
chem. προκατασκευή του πυθμένα του καλουπιού
commun. κτύπημα; κτύπημα από πίσω χαλασμένης φόρμας
transp., construct. πλακόστρωση
slabbing
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1