DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
simplex ['sɪmpleks] n
commun. απλή εναλλασσόμενη επικοινωνία; σίμπλεξ
commun., IT ημιαμφίδρομος
commun., transp., avia. επικοινωνία μίας κατεύθυνσης
el. μονοκατευθυντικός; μονόδρομος; μονόπλευρος
mech.eng., construct. μεμονωμένος ανελκυστήρας; ανελκυστήρας simplex
 English thesaurus
simplex ['sɪmpleks] abbr.
abbr. sx
commun. simplex
simplex
: 71 phrases in 11 subjects
Communications17
Cultural studies1
Earth sciences1
Electronics2
Industry1
Information technology10
Mathematics3
Mechanic engineering4
Medical28
Statistics3
Transport1