DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
shuttle ['ʃʌtl] n
gen. ειδική διαδρομή; ειδικό δρομολόγιο
astronaut., transp. διαστημικό λεωφορείο
shuttle ['ʃʌtl] adj.
commun. εναλλαγή
nucl.pow. τεχνολογία πυρηνικών αντιδραστήρων
textile σαϊτα
transp. αμαξοστοιχία επαγγελματικής συγκοινωνίας; παλινδρομικό μέσο συγκοινωνίας; όχημα επαγγελματικής συγκοινωνίας
shuttle
: 118 phrases in 13 subjects
Agriculture2
Astronautics5
Chemistry4
Communications3
Earth sciences3
Electronics1
General3
Industry24
Mechanic engineering1
Medical5
Technology41
Textile industry4
Transport22