DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
shoring ['ʃɔ:rɪŋ] v
construct. αντιστήριξη; υποστύλωση
transp. εναπόθεση σε κλίνες; τοποθέτηση σε κλίνες
shores v
transp. άτλαντες; μπουντέλια; τσιφούτια
transp., construct. στύλοι
shoring
: 5 phrases in 2 subjects
Construction3
Economy2