DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | verb | to phrases
shores n
transp., construct. στηρίγματα
shore [ʃɔ:] n
gen. όχθη
agric., mech.eng. μεταλλικό πλαίσιο; μεταλλικό στήριγμα
transp., construct. μπουντέλι
shores v
transp. άτλαντες; μπουντέλια; τσιφούτια
transp., construct. στύλοι
shoring ['ʃɔ:rɪŋ] v
construct. αντιστήριξη; υποστύλωση
transp. εναπόθεση σε κλίνες; τοποθέτηση σε κλίνες
shores
: 20 phrases in 9 subjects
Communications2
Construction4
Economy1
Environment2
Forestry1
General1
Life sciences2
Technology1
Transport6