DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
shelling ['ʃelɪŋ] n
med. αποφλοίωση; ξεφλούδισμα
shelling ['ʃelɪŋ] v
agric. διάνοιξη λοβού οσπρίων για την παραλαβή των σπερμάτων
fish.farm. αφαίρεση του κελύφους; αποκελύφωση των γαρίδων
to shell [ʃel] v
agric. αποφλοιώνω
shelling
: 12 phrases in 2 subjects
Agriculture8
Life sciences4