| |||
απολάσπωση | |||
| |||
αποχωρισμός; διαύγαση; καθαρισμός; φιλτράρισμα; διύλιση του μούστου από τα αιωρούμενα στερεά συστατικά; απολάσπωση; αποχωρισμός | |||
κατακάθισμα | |||
καθίζησις | |||
πύκνωση | |||
καθίζηση | |||
| |||
τακτοποιώ | |||
| |||
καθίζηση εδάφους | |||
English thesaurus | |||
| |||
set |
settling : 65 phrases in 17 subjects |