| |||
εργοτάξιο,προσωρινή εγκατάστασις πριονιστηρίου; τομή ρίψεως | |||
να συγκροτηθεί η παραγωγή | |||
| |||
διοργανώνω; στήνω | |||
αποκαθιστώ' τακτοποιώ | |||
αποκαθιστώ; τακτοποιώ | |||
μοντάρω | |||
| |||
Προετοιμασία ρητίνευσης | |||
πήξις | |||
| |||
να συγκροτηθεί η παραγωγή | |||
English thesaurus | |||
| |||
ribbed up ("I got a chink ribbed up to get the dope") |
set-up : 97 phrases in 20 subjects |