| |||
αποταμίευση | |||
| |||
αποταμίευση | |||
αποταμίευση/εξοικονόμηση | |||
| |||
απαλλάσσω; εξοικονομώ; σώζω; γλιτώνω | |||
αποθηκεύω (To write data (typically a file) to a storage medium) | |||
| |||
αναγκαστική αποταμίευση | |||
| |||
αποταμίευση; εξοικονόμηση | |||
| |||
Αποθήκευση (An item on the File menu that writes data (typically a file) to a storage medium) | |||
| |||
Πολυετές πρόγραμμα προώθησης της ενεργειακής απόδοσης στην Κοινότητα | |||
| |||
αποθηκεύω | |||
| |||
σωτήριος | |||
English thesaurus | |||
| |||
svg |
saving : 157 phrases in 27 subjects |