DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
saprophage [bæprəˌfeidʒ] n
environ. σαπροφάγο
med. σαπροφάγος οργανισμός; σαπροβόρος οργανισμός; σαπροτροφικός οργανισμός
nat.sc. σαπροφάγος