DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
saddle ['sædl] adj.
agric. νεφραμιά αρνίσια διπλή
chem., el. στήριγμα λήπτη
earth.sc. διάσελον
el. μεταλλικό στήριγμα
industr., construct. πιστάρισμα στάφας μοκαζίν; ράχη; εφίππιο; σέλλα
mech.eng. σώμα εργαλειοφορείου; εργαλειοφορείο σε έδρα; γλύστρα εργαλειοφορείου; διαμήκης γλύστρα; ολισθητήρας βάσης
to saddle ['sædl] adj.
agric. σελώνω
saddle
: 85 phrases in 20 subjects
Agriculture4
Chemistry2
Communications1
Construction3
Earth sciences2
Environment1
Hobbies and pastimes2
Immigration and citizenship1
Industry10
Information technology1
Life sciences1
Mathematics1
Mechanic engineering27
Medical14
Metallurgy1
Microsoft1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences6
Statistics2
Transport4