DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
ridge [rɪʤ] n
med. ακρολοφία (crista); κορυφή (crista); λοφίο (crista)
ridging ['rɪʤɪŋ] v
agric., construct. κατασκευή μικρών αναχωμάτων
agric., industr. παράχωμα; παράχωση
construct. κορυφοτεγία
life.sc. σχηματισμός κορυφών
ridges v
earth.sc. κορυφογραμμή,ή ράχις
ridge [rɪʤ] adj.
agric. ανάχωμα; πρόχωμα; ακαλλιέργητη λωρίδα εδάφους εκατέρωθεν των πρεμνών
commun. ραχοκοκκαλιά
construct. γραμμή κορυφής; κορυφή στέγης
earth.sc. υποβρύχια οροσειρά,υφαλαυχένας; ασεισμική ράχη
environ. κορφιάς
industr., construct. γωνία
life.sc. κορυφογραμμή
nat.sc. γλώσσα υψηλής πίεσης; περιοχή υψηλών πιέσεων; ράχη; σφήνα υψηλής πίεσης; υψηλό
to ridge [rɪʤ] adj.
agric. αυλακώνω; δημιουργώ σαμάρια
 English thesaurus
RIDGE [rɪʤ] abbr.
abbr., avia. repository for integrated data gathering and exchange
abbr., nautic., scient. Ridge InterDisciplinary Global Experiments
abbr., relig. Radical In Doing God's Evangelism
ridge
: 147 phrases in 16 subjects
Agriculture41
Chemistry1
Construction9
Demography2
Earth sciences3
Electronics5
Environment2
General7
Industry4
Law2
Life sciences10
Mathematics1
Mechanic engineering1
Medical46
Natural sciences9
Transport4