DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
restrain [rɪ'streɪn] v
gen. καταστέλλω; συγκρατώ
med. συγκρατώ συγκρότησα; περιορίζω περιόρισα
to restrain [rɪ'streɪn] v
construct. στερεώνω; πακτώνω