| |||
απρρίπτω | |||
ξυλεία υπολειμμάτων πρίσεως | |||
απορρίπτω (To refuse to accept a file or message) | |||
απόρριψη | |||
σκάρτο; σκαρταδούρα; υπόλειμμα | |||
απορριφθείς | |||
ακατάλληλο; απόβλητο | |||
| |||
συγκρατούμενο κλάσμα | |||
υπόλοιπα | |||
| |||
απόβλητα | |||
English thesaurus | |||
| |||
rej |
rejected : 65 phrases in 19 subjects |