| |||
αντιδραστήρας/οροθετικό ζώο | |||
οροθετικό ζώο | |||
επαγωγέας | |||
αντιδραστήρας; πυρηνικός αντιδραστήρας | |||
εξοπλισμός θερμικής κατεργασίας με επαφή μεταξύ ενός κυλίνδρου και ατέρμονα ιμάντα | |||
| |||
αντιδραστήρας; οροθετικό ζώο | |||
English thesaurus | |||
| |||
react |
reactor : 387 phrases in 25 subjects |