DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
raker ['reɪkə] n
agric., mech.eng. Ρυθμιστής βάθους κοπής
industr., construct. ξύστρα
industr., construct., mech.eng. δόντι μη κοπής προς εξαγωγήν του πριονιδίου
lab.law. τεχνίτης ασφάλτου
transp., construct. μπουντέλι; προσωρινό υποστύλωμα
raker
: 5 phrases in 5 subjects
Agriculture1
Industry1
Medical1
Metallurgy1
Transport1