DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
radiate [ˈreɪdɪət] n
med. ακτινοειδής; ακτινικός; ακτινοβολώ ακτινοβόλησα; εκπέμπω ακτίνες εζέπεμψα
to radiate [ˈreɪdɪət] adj.
commun., IT να εκπέμψει
radiate
: 8 phrases in 1 subject
Medical8