DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
quill [kwɪl] n
agric. σωληνίσκος; σωληνίσκος φτερού
mech.eng. θήκη άξονα; κάλυμμα
med. κάλαμος; καρίνα; τρόπιδα
quill
: 11 phrases in 3 subjects
Industry1
Mechanic engineering8
Medical2