DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
pylon ['paɪlən] n
el. ιστός; ιστός αναρτήσεως; πυλώνας αναρτήσεως; πυλώνας ηλεκτρικών γραμμών; πύργος αναρτήσεως
transp. δοκός φέρουσα εξωτερικά φορτία; εξωτερικός φορέας; πυλόνας; φορέας
pylon
: 10 phrases in 5 subjects
Communications1
Electronics2
General2
Mechanic engineering2
Transport3