DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
purgatives n
med. υπακτικά; ήπια καθαρτικά φάρμακα; καθαρτικά
purgative ['pɜ:gətɪv] n
med. καθαρτικό; καθάρσιο; καθαρτήριος