DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
punching ['pʌnʧɪŋ] n
met. εξωτερική διάτμηση
punching ['pʌnʧɪŋ] v
industr., construct. κόψιμο με σκαρπέλο; πρεσάρισμα; τρύπημα με ζουμπά; πέρασμα με τη βοήθεια βελονών
IT διάτρηση
mech.eng. διάνοιξη οπών με στιγέα
met. εσωτερική διάτμηση
nat.sc., agric., met. διατμητική διάτρηση
punching
: 41 phrases in 10 subjects
Agriculture3
Earth sciences3
General2
Hobbies and pastimes2
Industry4
Information technology9
Labor law1
Mechanic engineering5
Metallurgy9
Work flow3