|
|
chem. |
διατρητήρας |
commun. |
ζουμπάς; στιγέας |
forestr. |
διάτρηση; σγρόμπια |
hobby |
κωμικό πρόσωπο |
industr., construct. |
εργαλείο πονταρίσματος; πόντα |
industr., construct., mech.eng. |
τρυπώ με στιγέα |
IT |
διατρητική συσκευή; διατρητική μηχανή |
law, lab.law. |
κτυπώ κάρτα |
mech.eng. |
τρυπητήρι |
mech.eng., construct. |
κοπίδι καλαφατίσματος; κοπίδι διανάξεως |
met., mech.eng. |
διατρητικό μηχάνημα με πίεση; εγκρουστήρας; έμβολο διάτμησης; μήτρα κάμψης; έμβολο βαθείας κοίλανσης |
tech., met. |
επιβολέας |
|
|
gen. |
τρυπώ με διατρητική μηχανή |
industr., construct. |
πρεσάρω το μπλοκέτο για διάτρηση |
met., mech.eng. |
διατρυπώ |
|
|
industr., construct. |
κόψιμο με σκαρπέλο; πρεσάρισμα; τρύπημα με ζουμπά; πέρασμα με τη βοήθεια βελονών |
IT |
διάτρηση |
mech.eng. |
διάνοιξη οπών με στιγέα |
met. |
εσωτερική διάτμηση |
nat.sc., agric., met. |
διατμητική διάτρηση |
|
English thesaurus |
|
|
abbr., IT |
pch |
tech., abbr. |
pnch |