DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
punch [pʌnʧ] n
chem. διατρητήρας
commun. ζουμπάς; στιγέας
forestr. διάτρηση; σγρόμπια
hobby κωμικό πρόσωπο
industr., construct. εργαλείο πονταρίσματος; πόντα
industr., construct., mech.eng. τρυπώ με στιγέα
IT διατρητική συσκευή; διατρητική μηχανή
law, lab.law. κτυπώ κάρτα
mech.eng. τρυπητήρι
mech.eng., construct. κοπίδι καλαφατίσματος; κοπίδι διανάξεως
met., mech.eng. διατρητικό μηχάνημα με πίεση; εγκρουστήρας; έμβολο διάτμησης; μήτρα κάμψης; έμβολο βαθείας κοίλανσης
tech., met. επιβολέας
to punch [pʌnʧ] n
gen. τρυπώ με διατρητική μηχανή
industr., construct. πρεσάρω το μπλοκέτο για διάτρηση
met., mech.eng. διατρυπώ
punching ['pʌnʧɪŋ] v
industr., construct. κόψιμο με σκαρπέλο; πρεσάρισμα; τρύπημα με ζουμπά; πέρασμα με τη βοήθεια βελονών
IT διάτρηση
mech.eng. διάνοιξη οπών με στιγέα
met. εσωτερική διάτμηση
nat.sc., agric., met. διατμητική διάτρηση
 English thesaurus
punch [pʌnʧ] abbr.
abbr., IT pch
tech., abbr. pnch
punch
: 175 phrases in 18 subjects
Agriculture3
Chemistry2
Communications2
Earth sciences11
Electronics9
General3
Hobbies and pastimes6
Industry16
Information technology47
Labor law1
Life sciences2
Mechanic engineering13
Medical6
Metallurgy28
Municipal planning1
Technology8
Transport9
Work flow8