| |||
δημόσιες υπηρεσίες; δημοτικές τεχνικές υπηρεσίες | |||
δημόσια υπηρεσία; υπηρεσία παρεχόμενη στο κοινό | |||
| |||
Δημόσια Διοίκηση | |||
δημόσια υπηρεσία; δημόσια υπηρεσία' υπηρεσία παρεχόμενη στο κοινό | |||
| |||
δημόσια υπηρεσία | |||
English thesaurus | |||
| |||
PS |
public services : 92 phrases in 18 subjects |