DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
protest ['prəutest] n
gen. διαμαρτύρομαι; διαμαρτυρία; διαδήλωση
protest [prəu'test] v
gen. διαδικασία προσφυγής; αμφισβήτηση; διαδηλώνω
law προσφυγή
law, fin. διαμαρτυρικό; διαμαρτύρηση
to protest [prəu'test] v
fin. διαμαρτύρηση
protest
: 18 phrases in 6 subjects
Communications1
Finances10
General2
Insurance3
Law1
Transport1