DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
proportioning [prə'pɔ:ʃ(ə)nɪŋ] n
coal., chem. δοσολογία
mech.eng. λόγος αέρα/καυσίμου; ποιότητα καυσίμου μίγματος
proportioning [prə'pɔ:ʃ(ə)nɪŋ] v
agric. αναλογική σύσταση
coal., chem. καθορισμός αναλογιών
el., construct. διαστασιοποίηση
mech.eng. σχετική ισχύς μίγματος
proportioning
: 27 phrases in 9 subjects
Agriculture2
Chemistry3
Construction2
Earth sciences2
Electronics9
Industry1
Materials science1
Mechanic engineering3
Transport4