DictionaryForumContacts

   English Greek
Google | Forvo | +
productive
 productive
gen. παραγωγική; παραγωγικό
agric. chem. el. παραγωγικό πηγάδι
| work
 work
gen. λειτουργώ
econ. εργασία
forestr. υπερωριακή εργασία
| Work
 work
mech.eng. κατασκευάζω
| the
 the
gen. ή
net revenue | from
 from
gen. από
| which
 which
gen. η οποία
- only individual words found

to phrases
productive [prə'dʌktɪv] adj.
gen. παραγωγική; παραγωγικό
agric., chem., el. παραγωγικό πηγάδι
med. παραγωγικός; αποδοτικός; γόνιμος; εύφορος
productive work � Work the net revenue from which
: 1 phrase in 1 subject
Economy1