| |||
εγχάραγμα; εντύπωμα; τράβηγμα | |||
| |||
τύπωμα | |||
εκτύπωση; τιράζ | |||
τυπογραφία | |||
| |||
αποτύπωσις | |||
εικόνα χαρακτικής; αποτυπώνω; εντυπώνω; τυπώνω; γκραβούρα | |||
γραβούρα; στάμπα; λιθογραφικό αντίτυπο; λιθογραφία; λιθογραφική μέθοδος | |||
εκτυπώνω | |||
μεμβράνη συνεχούς εκτυπώσεως; εκτύπωμα | |||
| |||
διακοσμώ με εκτύπωση; διακοσμώ με στάμπα; εκτυπώνω | |||
τυπώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
print.; prtg; ptg.; prig | |||
| |||
pt | |||
A projectable version of a movie, usually consisting of one or more reels. When referring to a particular take on a continuity report, "print" indicates that the take should be developed. See also hold. | |||
| |||
printing | |||
printed; printer | |||
| |||
pre-edited interpreter | |||
pre-edited interpretive system | |||
| |||
P |
printing : 518 phrases in 31 subjects |