DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
preform ['pri:'fɔ:m] n
chem. ακατέργαστο κομμάτι
el. πρεφόρμ; προδιαμόρφωμα; πρόπλασμα; προσχηματισμός; υλικό προσχηματισμένο; προμορφή
preforming v
industr., construct., chem. προφορμάρισμα
met. προδιαμόρφωση τεμαχίων χωρίς απολήξεις με παραμόρφωση
preform
: 19 phrases in 6 subjects
Chemistry6
Communications2
Electronics2
Industry4
Materials science1
Natural sciences4