DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
potable alcohol
gen. πόσιμη αλκοόλη; αλκοόλη που προορίζεται ή είναι κατάλληλη για την ανθρώπινη κατανάλωση
agric. πόσιμη αλκοόλη