DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
pioneering [paɪə'nɪ(ə)rɪŋ] v
agric. καθαρισμός γαιών
agric., construct. πρώτες εργασίες προετοιμασίας του εδάφους
environ., agric. εκχέρσωση