DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
perfecting [pə'fektɪn] n
commun. εκτύπωση της πίσω σελίδας
perfecting [pə'fektɪn] v
commun. οπισοτύπωση του φύλλου
perfecting
: 1 phrase in 1 subject
Communications1