| |||
ξεφλουδίζω | |||
φλοιός; φλούδα; φλούδι | |||
αποφλοιώνω | |||
αποφλοιώνω αποφλοίωσα; ξεφλουδίζω ξεφλούδισα | |||
| |||
απόσπαση άκρου | |||
ξεφλούδισμα; αποφλοίωση; αποφολίδωσις | |||
αποφολίδωση | |||
αποφλοίωση με κύλιση | |||
| |||
εκτυλίσσω | |||
English thesaurus | |||
| |||
programmable electronically erasable logic | |||
programmable electrically erasable logic | |||
| |||
Parallel Electron Energy Loss Spectroscopy |
peel : 59 phrases in 15 subjects |