DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
peduncle [pi'deck(ə)l] n
agric. κεντρικός άξονας; ράχη; ράχις; ραχοκοκκαλιά του σταφυλιού
med. ψείρα; μίσχος (pedunculus); σκέλος (pedunculus); καυλός (petiolus); φθείρα
nat.sc. ποδίσκος
peduncle
: 31 phrases in 2 subjects
Fish farming pisciculture1
Medical30