DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
patching ['pæʧɪŋ] n
met., el. επιδιόρθωση πυρίμαχων τοιχωμάτων
patching ['pæʧɪŋ] v
construct. επιδιορθώσεις; τοπικαί επισκευαί
industr., construct., met. μπάλωμα με πλάκες πυριμάχων
met., el. επισκευή πυριμάχων τοιχωμάτων
transp., construct. τοπική επισκευή
patching
: 7 phrases in 6 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Electronics1
Industry1
Information technology1
Microsoft2