DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
partly paid
fin. μη αποπληρωμένη μετοχή; μερικώς εξοφλημένη μετοχή; μετοχή μερικώς εξωφλημένη; μετοχή που δεν είναι πλήρως εξοφλημένη
 English thesaurus
partly paid
int.transport., abbr. ptly pd
partly paid
: 18 phrases in 2 subjects
Accounting4
Finances14