DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
paraplasm ['pærəˌplæzəm] n
med. κυτοσόλιο m; κυτταροδιάλυμα f; θεμελιώδες πλάσμα; κυτταρολεμφος f; υαλόπλασμα; κυτταρόλυμα f; παραπλάσμα