DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
paper currency ['peɪpə'kʌrənsɪ]
fin. χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης; ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα; πιστωτικό χρήμα; χαρτονόμισμα
paper currency
: 9 phrases in 2 subjects
Finances8
Technology1