DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
paid-in share
fin. αποπληρωμένη μετοχή; εξοφληθείσες μετοχές; εξοφλημένη μετοχή; καταβληθείσα μετοχή; μετοχή που καταβάλλεται ολοσχερώς
market., fin. καταβαλλόμενη μετοχή
paid-in shares
account., UN καταβληθείσες μετοχές
paid-in share
: 1 phrase in 1 subject
Finances1