DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
paddock ['pædək] n
agric. χώρος άσκησης; ελεύθερη ζώνη; περίφραγμα
med. βάτραχος; μεγάλος βάτραχος άχου; φρύνος
paddock
: 12 phrases in 1 subject
Agriculture12