DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
ozonization [ˌəʊzənaɪ'zeɪʃn, ˌoʊzənə'-] n
environ. οζοντισμός; μετατροπή σε όζον/οζονοποίηση; οζονισμός
ozonization The process of treating, impregnating or combining with ozone [ˌəʊzənaɪ'zeɪʃn, ˌoʊzənə'-] n
environ. μετατροπή σε όζον; οζονοποίηση
ozonization
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1