DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
outlet ['autlet] n
agric. οπή σωλήνα μικρού διαμετρήματος
agric., construct. έξοδος; διώρυγα εκφόρτωσης
construct. έργα απόληψης; εκκένωση
el., construct. σημείο απαγωγής; σημείο επιστροφής
environ., industr. στόμιο
industr. αποδέκτης
mater.sc. στόμιο κατάθλιψης
mech.eng. εξαγωγή; οχετός εξόδου; μηχανισμός απόκλισης; αγωγός εξόδου; αγωγός εξαγωγής; διανομέας; εκτροπέας; κανάλι εξόδου; κανάλι εξαγωγής; οχετός εξαγωγής
mech.eng., construct. υδροληψία διανομής
transp. μίξοδος; αποχετευτική οπή διπυθμένων
transp., construct. στόμιο εξόδου
outlets oxygen n
transp., avia. στόμια/έξοδοι οξυγόνου
 English thesaurus
outlet ['autlet] abbr.
abbr., oil otl
outlet ['autlet] abbr.
abbr. connector (MichaelBurov); telecom jack (MichaelBurov); telecommunications connector (MichaelBurov); telecommunications jack (MichaelBurov); telecommunications outlet (MichaelBurov)
outlet
: 292 phrases in 27 subjects
Agriculture40
Astronautics6
Chemistry11
Communications2
Construction39
Earth sciences23
Economy4
Electronics9
Energy industry1
Environment6
Finances4
General3
Health care6
Industry8
Information technology5
Life sciences7
Materials science8
Mechanic engineering53
Medical19
Metallurgy1
Mineral products1
Municipal planning3
Natural sciences3
Nuclear and fusion power1
Statistics1
Technology2
Transport26