DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
opercle [ɔ'pɜ:k(ə)l] n
life.sc., fish.farm. βραγχιακό επίπτυγμα
med. κάλυμμα (operculum); καλύπτρα (operculum); καλύπτρα της νήσου (operculum); τα μέρη που καλύπτουν την νήσο του εγκεφάλου (operculum)