DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
ooze [u:z] n
med. βούρκος; λάσπη; ιλύς; διαρροή; διαρρέω διέρρευσα; στάζω έσταξα; σταλάζω στάλαξα
 English thesaurus
ooze [u:z] abbr.
abbr., cartogr. oz
ooze
: 8 phrases in 4 subjects
Environment3
Industry1
Natural sciences2
Transport2