Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Polish
Portuguese
Russian
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
occlusion
[ə'klu:ʒ(ə)n]
n
chem.
έγκλειση
;
προσρόφηση
health.
απορρόφησις αερίου από ένα αέριο ή μέταλλο σε μεγάλη ποσότητα όπως του υδρογόνου από λευκόχρυσο
life.sc., environ.
σύσφιξη
med.
τύπος οδοντικής σύγκλησης
;
θέση σύγκλεισης γνάθων
;
ορθοδοντικό μηχάνημα
;
απόφραξις
;
σύγκλεισις
;
θέση δήξης
;
απόφραξη
;
έμφραξη
;
φράξιμο ίματος
met.
ζάρωμα
;
συρρίκνωση
nat.sc.
σύσφιξις
occlusion
:
39 phrases
in 3 subjects
Earth sciences
2
Life sciences
13
Medical
24
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips