DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
nutcracker ['nʌt'krækə] n
food.ind. καρυοθραύστης
nat.sc. καρυδοσπάστης (Nucifraga caryocatactes)
transp., mech.eng. σύνδεσμοι στρέψης; σύνδεσμοι στρέψης σκέλους προσγείωσης