DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
novation [nəu'veɪʃ(ə)n] n
fin. ανανέωση
fin., insur. αντικατάσταση ασφαλιστηρίου με νέο
novation
: 3 phrases in 2 subjects
Finances2
Materials science1