DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
verb | adjective
nourish [ˈnʌriʃ] v
med. θρέφω έθρεψα; θρεμμένος; τρέφω έθρεψα
nourishing ['nʌrɪʃɪŋ] adj.
med. τροφικός; διατροφικός