DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
nephroblastoma [ˌnefrɔblæs'təumə] n
med. νεφροβλάστωμα; όγκος Wilm; εμβρυϊκό καρκινοσάρκωμα; εμβρυϊκό αδενοσάρκωμα; εμβρυϊκό αδενομυοσάρκωμα