DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
natural child
gen. φυσικό τέκνο; βιολογικό τέκνο
econ. τέκνο άγαμων γονέων
gov., law τέκνο γεννημένο χωρίς γάμο
law, social.sc. νόθος; παράνομο τέκνο
obs. γνήσιος κατιών
obs., proced.law. εξώγαμο τέκνο; νόθο τέκνο
proced.law. τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του; τέκνο εκτός γάμου; τέκνο που γεννήθηκε εκτός γάμου; τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του