DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
narcolepsy ['nɔ:kəlepsi] n
health., med. σύνδρομο Gelineau
med. ναρκοληψία; σύνδρομο Gélineau όμου; παροξυσμικός ύπνος; υπνοληψία; ναρκοληπτική κρίση